- ἤχειν
- ἄγωleadplup ind act 1st sg (attic epic ionic)ἄγωleadperf inf act (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠχεῖν — ἠχέω sound pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
звенеть — звеню, др. русск., цслав. звьнѣти ἠχεῖν, болг. звъня звеню , словен. zveneti, чеш. zniti (из *zvьněti), слвц. zniеt᾽, н. луж. zněs. Связано чередованием гласных со звон (см.); ср. Педерсен, KZ 36, 340; Траутман, ВSW 374 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
CICADA — Apollini apud Gentiles sacra fuit, Deo Musico; quemadmodum et cycnus, ob cantum. Hinc etiam Poctae cicadae dicti, sed mali potius. Ita enim Simonides, apud Athenaeum, l. 15. c. 8. Φοῖβος ἐσαγεῖται τοῖς Τυνδαρίδῃσιν ἀοιδὰν, Τὰν ἄμετροι τέττιγες… … Hofmann J. Lexicon universale
JACCHUS — unum ex Bacchi nominibus ἀπὸ τȏυ ἰάχειν, i. e. a vociferando. Eustath. ad fin. Il. ά: Ι῎αχεν, inquit, τὸ ἠχεῖν, καὶ ἰάχειν λέγεται κατὰ ὁνοματοποιΐαν, ἀφ᾿ τȏυ καὶ Ι῎ακχος οὐ μόνον ὁ ἐπὶ Διονύσω ἦχος, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐκεῖνος. Solent enim Bacchae,… … Hofmann J. Lexicon universale
αντωδός — ἀντῳδός, όν (Α) αυτός που απαντά με ωδή («ἠχὼ λόγων ἀντῳδός» η ηχώ που επαναλαμβάνει τους λόγους, Αριστοφάνης «μέλος ἀντῳδὸν ἠχεῑν» για πουλιά Αιλιανός) … Dictionary of Greek
λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… … Dictionary of Greek